στοιχικός

στοιχικός
-ή, -όν, Α [στοῑχος]
1. αυτός που ανήκει σε στοίχο ή στοίχους, αυτός που υπάγεται σε ορισμένη τάξη ή σειρά, στοιχειωτικός* («ὁ τῆς ἑπταζώνου στοιχικὸς λόγος», Κατ.)
2. ο κατά σειράν, διαδοχικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”